- στεργοξύνευνος
- -ον, Ααυτός που αγαπάει τη σύζυγό του ή αυτή που αγαπάει τον σύζυγό της.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέργω + ξύνευνος «σύζυγος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στεργοξυνεύνων — στεργοξύνευνος loving one s consort masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek